Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βουπάμων
βουπλάστης
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόρος
βούπρῳρος
βου-
βοῦς
βούσταθμον
βουστρόφος
βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουφάγος
βουφονέω
βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
View word page
βούσταθμον
βούσταθμον an ox-stall, Eur.
ShortDef
an ox-stall
Debugging
Headword:
βούσταθμον
Headword (normalized):
βούσταθμον
Headword (normalized/stripped):
βουσταθμον
IDX:
6525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6529
Key:
bou/staqmon
Data
{'content': 'βούσταθμον\n an ox-stall, Eur.', 'key': 'bou/staqmon'}