Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπλάστης
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόρος
βούπρῳρος
βου-
βοῦς
βούσταθμον
βουστρόφος
βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουφάγος
βουφονέω
βουφόνια
βουφόνος
View word page
βου-
βου- from βοῦς, cf. ἵππος IV. prefix often used in compos. to express something huge and monstrous, e. g. βούπαις, βουγάϊος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βου-
Headword (normalized):
βου-
Headword (normalized/stripped):
βου-
IDX:
6523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6527
Key:
bou-
Data
{'content': 'βου-\n from βοῦς, cf. ἵππος IV.\n prefix often used in compos. to express something huge and monstrous, e. g. βούπαις, βουγάϊος.', 'key': 'bou-'}