Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουνοβατέω
βουνοειδής
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπλάστης
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόρος
βούπρῳρος
βου-
βοῦς
βούσταθμον
βουστρόφος
βουσφαγέω
View word page
βούπληκτρος
βούπληκτρος πλήσσω goading oxen, Anth.

ShortDef

goading oxen

Debugging

Headword:
βούπληκτρος
Headword (normalized):
βούπληκτρος
Headword (normalized/stripped):
βουπληκτρος
IDX:
6517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6521
Key:
bou/plhktros

Data

{'content': 'βούπληκτρος\n πλήσσω\n goading oxen, Anth.', 'key': 'bou/plhktros'}