Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουλόμαχος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμολγός
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπλάστης
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόρος
βούπρῳρος
View word page
βούπαις
βούπαις βου-, παῖς a big boy, Ar. (βοῦς, παῖς) child of the ox, of bees, in allusion to their fabulous origin, Anth.

ShortDef

a big boy

Debugging

Headword:
βούπαις
Headword (normalized):
βούπαις
Headword (normalized/stripped):
βουπαις
IDX:
6512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6516
Key:
bou/pais

Data

{'content': 'βούπαις\n βου-, παῖς\n a big boy, Ar.\n (βοῦς, παῖς) child of the ox, of bees, in allusion to their fabulous origin, Anth.', 'key': 'bou/pais'}