Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βούλομαι
βουλόμαχος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμολγός
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπλάστης
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόρος
View word page
βουνός
βουνός a hill, mound, Hdt.

ShortDef

a hill, mound

Debugging

Headword:
βουνός
Headword (normalized):
βουνός
Headword (normalized/stripped):
βουνος
IDX:
6511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6515
Key:
bouno/s

Data

{'content': 'βουνός\n a hill, mound, Hdt.', 'key': 'bouno/s'}