Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμολγός
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπλάστης
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
View word page
βουνόμος
βουνόμος νέμομαι cf. βούνομος ἀγέλαι βουνόμοι (parox.) herds of oxen at pasture, Soph.

ShortDef

of oxen at pasture

Debugging

Headword:
βουνόμος
Headword (normalized):
βουνόμος
Headword (normalized/stripped):
βουνομος
IDX:
6510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6514
Key:
bouno/mos

Data

{'content': 'βουνόμος\n νέμομαι\n cf. βούνομος\n ἀγέλαι βουνόμοι (parox.) herds of oxen at pasture, Soph.', 'key': 'bouno/mos'}