Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουλιμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμολγός
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπλάστης
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
View word page
βούνομος
βούνομος νέμομαι cf. βουνόμος grazed by cattle, Soph.

ShortDef

grazed by cattle

Debugging

Headword:
βούνομος
Headword (normalized):
βούνομος
Headword (normalized/stripped):
βουνομος
IDX:
6509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6513
Key:
bou/nomos

Data

{'content': 'βούνομος\n νέμομαι\n cf. βουνόμος\n grazed by cattle, Soph.', 'key': 'bou/nomos'}