Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουλιμία
βουλιμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμολγός
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπλάστης
βούπληκτρος
βουπλήξ
View word page
βουνοειδής
βουνοειδής εἶδος hilly, Plut.

ShortDef

hilly

Debugging

Headword:
βουνοειδής
Headword (normalized):
βουνοειδής
Headword (normalized/stripped):
βουνοειδης
IDX:
6508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6512
Key:
bounoeidh/s

Data

{'content': 'βουνοειδής\n εἶδος\n hilly, Plut.', 'key': 'bounoeidh/s'}