Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμολγός
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπλάστης
View word page
βουνίτης
βουνίτης βουνός a dweller on the hills, Anth.
ShortDef
a dweller on the hills
Debugging
Headword:
βουνίτης
Headword (normalized):
βουνίτης
Headword (normalized/stripped):
βουνιτης
IDX:
6506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6510
Key:
bouni/ths
Data
{'content': 'βουνίτης\n βουνός\n a dweller on the hills, Anth.', 'key': 'bouni/ths'}