Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀθλιότης
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοσύνη
ἀθλοφόρος
ἄθολος
ἀθόλωτος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
ἄθραυστος
ἀθρέω
ἀθρητέον
ἀθροίζω
ἄθροισις
ἄθροισμα
ἁθροιστέον
ἀθρόος
ἄθρυπτος
ἀθυμέω
ἀθυμητέον
View word page
ἄθραυστος
ἄθραυστος θραύω unbroken, unhurt, Eur., etc.
ShortDef
unbroken, unhurt
Debugging
Headword:
ἄθραυστος
Headword (normalized):
ἄθραυστος
Headword (normalized/stripped):
αθραυστος
IDX:
651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n651
Key:
a)/qraustos
Data
{'content': 'ἄθραυστος\n θραύω\n unbroken, unhurt, Eur., etc.', 'key': 'a)/qraustos'}