Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμολγός
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
View word page
βουμολγός
βουμολγός ἀμέλγω cow-milking, Anth.

ShortDef

cow-milking

Debugging

Headword:
βουμολγός
Headword (normalized):
βουμολγός
Headword (normalized/stripped):
βουμολγος
IDX:
6505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6509
Key:
boumolgo/s

Data

{'content': 'βουμολγός\n ἀμέλγω\n cow-milking, Anth.', 'key': 'boumolgo/s'}