Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλήεις
βουλή
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμολγός
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βούνομος
View word page
βουλιμιάω
βουλιμιάω from βουλιμία to suffer from βουλιμία, Ar., Xen.
ShortDef
to suffer from ravenous hunger; to suffer boulimia
Debugging
Headword:
βουλιμιάω
Headword (normalized):
βουλιμιάω
Headword (normalized/stripped):
βουλιμιαω
IDX:
6499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6503
Key:
boulimia/w
Data
{'content': 'βουλιμιάω\n from βουλιμία\n to suffer from βουλιμία, Ar., Xen.', 'key': 'boulimia/w'}