Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βούλευσις
βουλευτέος
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλήεις
βουλή
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμολγός
View word page
βούλησις
βούλησις βούλομαι a willing: oneʼs will, intention, purpose, Eur., Thuc., etc. the purpose or meaning of a poem, Plat.

ShortDef

a willing

Debugging

Headword:
βούλησις
Headword (normalized):
βούλησις
Headword (normalized/stripped):
βουλησις
IDX:
6495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6499
Key:
bou/lhsis

Data

{'content': 'βούλησις\n βούλομαι\n a willing: oneʼs will, intention, purpose, Eur., Thuc., etc.\n the purpose or meaning of a poem, Plat.', 'key': 'bou/lhsis'}