Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
βούλευμα
βούλευσις
βουλευτέος
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλήεις
βουλή
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμιάω
View word page
βουλευτής
βουλευτής βουλεύω a councillor, senator, Il., Hdt., etc.;—at Athens, one of the 500, Oratt.
ShortDef
a councillor, senator
Debugging
Headword:
βουλευτής
Headword (normalized):
βουλευτής
Headword (normalized/stripped):
βουλευτης
IDX:
6489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6493
Key:
bouleuth/s
Data
{'content': 'βουλευτής\n βουλεύω\n a councillor, senator, Il., Hdt., etc.;—at Athens, one of the 500, Oratt.', 'key': 'bouleuth/s'}