Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουκόλιον
βουκόλος
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
βούλευμα
βούλευσις
βουλευτέος
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλήεις
βουλή
βούλησις
βουλητός
βουληφόρος
View word page
βουλευτήριον
βουλευτήριον βουλεύω a council-chamber, senate-house, Lat. curia, Hdt., Attic the council or senate itself: and poet. a counsellor, Eur.

ShortDef

a council-chamber, senate-house

Debugging

Headword:
βουλευτήριον
Headword (normalized):
βουλευτήριον
Headword (normalized/stripped):
βουλευτηριον
IDX:
6487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6491
Key:
bouleuth/rion

Data

{'content': 'βουλευτήριον\n βουλεύω\n a council-chamber, senate-house, Lat. curia, Hdt., Attic\n the council or senate itself: and poet. a counsellor, Eur.', 'key': 'bouleuth/rion'}