Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
βούλευμα
βούλευσις
βουλευτέος
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλήεις
βουλή
βούλησις
βουλητός
View word page
βουλευτέος
βουλευτέος verb. adj. of βουλεύω, one must take counsel, Aesch., Soph., Thuc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βουλευτέος
Headword (normalized):
βουλευτέος
Headword (normalized/stripped):
βουλευτεος
IDX:
6486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6490
Key:
bouleute/os
Data
{'content': 'βουλευτέος\n verb. adj. of βουλεύω,\n one must take counsel, Aesch., Soph., Thuc.', 'key': 'bouleute/os'}