Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουκολιάζομαι
βουκολία
βουκολιαστής
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
βούλευμα
βούλευσις
βουλευτέος
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλήεις
View word page
βούλαρχος
βούλαρχος chief of the senate. adviser of a plan, Lat. auctor consilii, Aesch.

ShortDef

chief of the senate

Debugging

Headword:
βούλαρχος
Headword (normalized):
βούλαρχος
Headword (normalized/stripped):
βουλαρχος
IDX:
6483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6487
Key:
bou/larxos

Data

{'content': 'βούλαρχος\n chief of the senate.\n adviser of a plan, Lat. auctor consilii, Aesch.', 'key': 'bou/larxos'}