Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουκόλημα
βουκολιάζομαι
βουκολία
βουκολιαστής
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
βούλευμα
βούλευσις
βουλευτέος
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
View word page
βουλαρχέω
βουλαρχέω to be a βούλαρχος, Arist.

ShortDef

to be a βούλαρχος

Debugging

Headword:
βουλαρχέω
Headword (normalized):
βουλαρχέω
Headword (normalized/stripped):
βουλαρχεω
IDX:
6482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6486
Key:
boularxe/w

Data

{'content': 'βουλαρχέω\n to be a βούλαρχος, Arist.', 'key': 'boularxe/w'}