Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βούκερως
Βουκεφάλας
βουκέφαλος
βουκολέω
βουκόλημα
βουκολιάζομαι
βουκολία
βουκολιαστής
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
βούλευμα
βούλευσις
βουλευτέος
βουλευτήριον
βουλευτήριος
View word page
βουκόλος
βουκόλος -kolos is prob. an altered form of -πολος, cf. αἰπόλος. a cowherd, herdsman, Hom., Plat.

ShortDef

a cowherd, herdsman

Debugging

Headword:
βουκόλος
Headword (normalized):
βουκόλος
Headword (normalized/stripped):
βουκολος
IDX:
6478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6482
Key:
bouko/los

Data

{'content': 'βουκόλος\n -kolos is prob. an altered form of -πολος, cf. αἰπόλος.\n a cowherd, herdsman, Hom., Plat.', 'key': 'bouko/los'}