Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βουκαῖος
βούκερως
Βουκεφάλας
βουκέφαλος
βουκολέω
βουκόλημα
βουκολιάζομαι
βουκολία
βουκολιαστής
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
βούλευμα
βούλευσις
βουλευτέος
βουλευτήριον
View word page
βουκόλιον
βουκόλιον From βουκόλος a herd of cattle, Hdt., Theocr. a means of beguiling, Anth.
ShortDef
a herd of cattle
Debugging
Headword:
βουκόλιον
Headword (normalized):
βουκόλιον
Headword (normalized/stripped):
βουκολιον
IDX:
6477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6481
Key:
bouko/lion
Data
{'content': 'βουκόλιον\n From βουκόλος\n a herd of cattle, Hdt., Theocr.\n a means of beguiling, Anth.', 'key': 'bouko/lion'}