Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βούθυτος
βουκαῖος
βούκερως
Βουκεφάλας
βουκέφαλος
βουκολέω
βουκόλημα
βουκολιάζομαι
βουκολία
βουκολιαστής
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
βούλευμα
βούλευσις
βουλευτέος
View word page
βουκολικός
βουκολικός pastoral, Theocr.
ShortDef
pastoral
Debugging
Headword:
βουκολικός
Headword (normalized):
βουκολικός
Headword (normalized/stripped):
βουκολικος
IDX:
6476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6480
Key:
boukoliko/s
Data
{'content': 'βουκολικός\n pastoral, Theocr.', 'key': 'boukoliko/s'}