Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄθλησις
ἀθλητής
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοσύνη
ἀθλοφόρος
ἄθολος
ἀθόλωτος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
ἄθραυστος
ἀθρέω
ἀθρητέον
ἀθροίζω
ἄθροισις
ἄθροισμα
ἁθροιστέον
ἀθρόος
View word page
ἀθόλωτος
ἀθόλωτος θολόω untroubled, of water, Hes.
ShortDef
untroubled
Debugging
Headword:
ἀθόλωτος
Headword (normalized):
ἀθόλωτος
Headword (normalized/stripped):
αθολωτος
IDX:
648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n648
Key:
a)qo/lwtos
Data
{'content': 'ἀθόλωτος\n θολόω\n untroubled, of water, Hes.', 'key': 'a)qo/lwtos'}