Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
βουκαῖος
βούκερως
Βουκεφάλας
βουκέφαλος
βουκολέω
βουκόλημα
βουκολιάζομαι
βουκολία
βουκολιαστής
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
βούλευμα
View word page
βουκολία
βουκολία a herd of cattle, Hhymn., Hes. a byre, ox-stall, Hdt.
ShortDef
a herd of cattle
Debugging
Headword:
βουκολία
Headword (normalized):
βουκολία
Headword (normalized/stripped):
βουκολια
IDX:
6474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6478
Key:
boukoli/a
Data
{'content': 'βουκολία\n a herd of cattle, Hhymn., Hes.\n a byre, ox-stall, Hdt.', 'key': 'boukoli/a'}