Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βουθοίνης
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
βουκαῖος
βούκερως
Βουκεφάλας
βουκέφαλος
βουκολέω
βουκόλημα
βουκολιάζομαι
βουκολία
βουκολιαστής
βουκολικός
βουκόλιον
βουκόλος
βοῦκος
βούκρανος
βουλαῖος
βουλαρχέω
βούλαρχος
View word page
βουκολιάζομαι
βουκολιάζομαι βουκόλος Dep. to sing or write pastorals, Theocr.

ShortDef

to sing or write pastorals

Debugging

Headword:
βουκολιάζομαι
Headword (normalized):
βουκολιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
βουκολιαζομαι
IDX:
6473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6477
Key:
boukolia/zomai

Data

{'content': 'βουκολιάζομαι\n βουκόλος\n Dep. to sing or write pastorals, Theocr.', 'key': 'boukolia/zomai'}