Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βούβοτος
βούβρωστις
βουβωνιάω
βουβών
βουγάϊος
βουδόρος
βουθερής
βουθοίνης
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
βουκαῖος
βούκερως
Βουκεφάλας
βουκέφαλος
βουκολέω
βουκόλημα
βουκολιάζομαι
βουκολία
βουκολιαστής
βουκολικός
View word page
βούθυτος
βούθυτος θύω of or belonging to sacrifices, esp. of oxen, Aesch., Eur. on which oxen are offered, sacrificial, Trag., Ar.
ShortDef
of or belonging to sacrifices, sacrificial
Debugging
Headword:
βούθυτος
Headword (normalized):
βούθυτος
Headword (normalized/stripped):
βουθυτος
IDX:
6466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6470
Key:
bou/qutos
Data
{'content': 'βούθυτος\n θύω\n of or belonging to sacrifices, esp. of oxen, Aesch., Eur.\n on which oxen are offered, sacrificial, Trag., Ar.', 'key': 'bou/qutos'}