Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βούβαλις
βούβοτος
βούβρωστις
βουβωνιάω
βουβών
βουγάϊος
βουδόρος
βουθερής
βουθοίνης
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
βουκαῖος
βούκερως
Βουκεφάλας
βουκέφαλος
βουκολέω
βουκόλημα
βουκολιάζομαι
βουκολία
βουκολιαστής
View word page
βουθυτέω
βουθυτέω From βούθυτος to slay or sacrifice oxen, Soph., Eur.: generally to sacrifice any animals, Ar.

ShortDef

to slay

Debugging

Headword:
βουθυτέω
Headword (normalized):
βουθυτέω
Headword (normalized/stripped):
βουθυτεω
IDX:
6465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6469
Key:
bouqute/w

Data

{'content': 'βουθυτέω\n From βούθυτος\n to slay or sacrifice oxen, Soph., Eur.: generally to sacrifice any animals, Ar.', 'key': 'bouqute/w'}