Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βοτρύϊος
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βοτρυοχαίτης
βότρυς
βοτρυχώδης
βοτρυώδης
βούβαλις
βούβοτος
βούβρωστις
βουβωνιάω
βουβών
βουγάϊος
βουδόρος
βουθερής
βουθοίνης
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
βουκαῖος
View word page
βούβρωστις
βούβρωστις βιβρώσκω eating enormously: metaph. grinding poverty or misery, Il.
ShortDef
eating enormously
Debugging
Headword:
βούβρωστις
Headword (normalized):
βούβρωστις
Headword (normalized/stripped):
βουβρωστις
IDX:
6457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6461
Key:
bou/brwstis
Data
{'content': 'βούβρωστις\n βιβρώσκω\n eating enormously: metaph. grinding poverty or misery, Il.', 'key': 'bou/brwstis'}