Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βοτρυδόν
βοτρύϊος
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βοτρυοχαίτης
βότρυς
βοτρυχώδης
βοτρυώδης
βούβαλις
βούβοτος
βούβρωστις
βουβωνιάω
βουβών
βουγάϊος
βουδόρος
βουθερής
βουθοίνης
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
View word page
βούβοτος
βούβοτος grazed by cattle, Od.
ShortDef
grazed by cattle
Debugging
Headword:
βούβοτος
Headword (normalized):
βούβοτος
Headword (normalized/stripped):
βουβοτος
IDX:
6456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6460
Key:
bou/botos
Data
{'content': 'βούβοτος\n grazed by cattle, Od.', 'key': 'bou/botos'}