Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βοτηρικός
βοτήρ
βοτόν
βοτρυδόν
βοτρύϊος
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βοτρυοχαίτης
βότρυς
βοτρυχώδης
βοτρυώδης
βούβαλις
βούβοτος
βούβρωστις
βουβωνιάω
βουβών
βουγάϊος
βουδόρος
βουθερής
βουθοίνης
View word page
βοτρυχώδης
βοτρυχώδης from βότρυχος εἶδος like curls, curly, Eur.
ShortDef
like curls, curly
Debugging
Headword:
βοτρυχώδης
Headword (normalized):
βοτρυχώδης
Headword (normalized/stripped):
βοτρυχωδης
IDX:
6453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6457
Key:
botruxw/dhs
Data
{'content': 'βοτρυχώδης\n from βότρυχος\n εἶδος\n like curls, curly, Eur.', 'key': 'botruxw/dhs'}