Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Βόσπορος
βοστρυχηδόν
βόστρυχος
βοτάμια
βοτάνη
βοτηρικός
βοτήρ
βοτόν
βοτρυδόν
βοτρύϊος
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βοτρυοχαίτης
βότρυς
βοτρυχώδης
βοτρυώδης
βούβαλις
βούβοτος
βούβρωστις
βουβωνιάω
View word page
βοτρυόδωρος
βοτρυόδωρος δῶρον grape-producing, Ar.
ShortDef
grape-producing
Debugging
Headword:
βοτρυόδωρος
Headword (normalized):
βοτρυόδωρος
Headword (normalized/stripped):
βοτρυοδωρος
IDX:
6448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6452
Key:
botruo/dwros
Data
{'content': 'βοτρυόδωρος\n δῶρον\n grape-producing, Ar.', 'key': 'botruo/dwros'}