Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βοσκή
βοσκητέος
βοσκός
βόσκω
Βόσπορος
βοστρυχηδόν
βόστρυχος
βοτάμια
βοτάνη
βοτηρικός
βοτήρ
βοτόν
βοτρυδόν
βοτρύϊος
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βοτρυοχαίτης
βότρυς
βοτρυχώδης
βοτρυώδης
View word page
βοτήρ
βοτήρ βόσκω a herdsman, herd, Od.; οἰωνῶν β. a soothsayer, Aesch.; κύων βοτήρ a herdsmanʼs dog, Soph.

ShortDef

a herdsman, herd

Debugging

Headword:
βοτήρ
Headword (normalized):
βοτήρ
Headword (normalized/stripped):
βοτηρ
IDX:
6444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6448
Key:
both/r

Data

{'content': 'βοτήρ\n βόσκω\n a herdsman, herd, Od.; οἰωνῶν β. a soothsayer, Aesch.; κύων βοτήρ a herdsmanʼs dog, Soph.', 'key': 'both/r'}