Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βόσις
βόσκημα
βοσκή
βοσκητέος
βοσκός
βόσκω
Βόσπορος
βοστρυχηδόν
βόστρυχος
βοτάμια
βοτάνη
βοτηρικός
βοτήρ
βοτόν
βοτρυδόν
βοτρύϊος
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βοτρυοχαίτης
βότρυς
View word page
βοτάνη
βοτάνη βόσκω grass, fodder, Il., Plat.; ἐκ βοτάνης from feeding, from pasture, Theocr.

ShortDef

grass, fodder

Debugging

Headword:
βοτάνη
Headword (normalized):
βοτάνη
Headword (normalized/stripped):
βοτανη
IDX:
6442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6446
Key:
bota/nh

Data

{'content': 'βοτάνη\n βόσκω\n grass, fodder, Il., Plat.; ἐκ βοτάνης from feeding, from pasture, Theocr.', 'key': 'bota/nh'}