Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βορυσθένης
βόσις
βόσκημα
βοσκή
βοσκητέος
βοσκός
βόσκω
Βόσπορος
βοστρυχηδόν
βόστρυχος
βοτάμια
βοτάνη
βοτηρικός
βοτήρ
βοτόν
βοτρυδόν
βοτρύϊος
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
βοτρυοχαίτης
View word page
βοτάμια
βοτάμια βόσκω pastures, meadows, Thuc.

ShortDef

pastures, meadows

Debugging

Headword:
βοτάμια
Headword (normalized):
βοτάμια
Headword (normalized/stripped):
βοταμια
IDX:
6441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6445
Key:
bota/mia

Data

{'content': 'βοτάμια\n βόσκω\n pastures, meadows, Thuc.', 'key': 'bota/mia'}