Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Βορυσθενείτης
Βορυσθένης
βόσις
βόσκημα
βοσκή
βοσκητέος
βοσκός
βόσκω
Βόσπορος
βοστρυχηδόν
βόστρυχος
βοτάμια
βοτάνη
βοτηρικός
βοτήρ
βοτόν
βοτρυδόν
βοτρύϊος
βοτρυόδωρος
βοτρυόεις
βοτρυόπαις
View word page
βόστρυχος
βόστρυχος βότρυς a curl or lock of hair, Aesch., etc. anything twisted or wreathed, πυρὸς β., of a flash of lightning, Aesch.
ShortDef
a curl
Debugging
Headword:
βόστρυχος
Headword (normalized):
βόστρυχος
Headword (normalized/stripped):
βοστρυχος
IDX:
6440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6444
Key:
bo/struxos
Data
{'content': 'βόστρυχος\n βότρυς\n a curl or lock of hair, Aesch., etc.\n anything twisted or wreathed, πυρὸς β., of a flash of lightning, Aesch.', 'key': 'bo/struxos'}