Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Βορέας
βόρειος
Βορηϊάς
βορός
Βορραῖος
βόρυες
Βορυσθενείτης
Βορυσθένης
βόσις
βόσκημα
βοσκή
βοσκητέος
βοσκός
βόσκω
Βόσπορος
βοστρυχηδόν
βόστρυχος
βοτάμια
βοτάνη
βοτηρικός
βοτήρ
View word page
βοσκή
βοσκή βόσκω fodder, food, Aesch., Eur.
ShortDef
fodder, food
Debugging
Headword:
βοσκή
Headword (normalized):
βοσκή
Headword (normalized/stripped):
βοσκη
IDX:
6434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6438
Key:
boskh/
Data
{'content': 'βοσκή\n βόσκω\n fodder, food, Aesch., Eur.', 'key': 'boskh/'}