Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βομβήεις
βομβητής
βόμβος
βομβυλιός
βοοσφαγία
βορά
βορβορόθυμος
Βορβοροκοίτης
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορώδης
Βορέας
βόρειος
Βορηϊάς
βορός
Βορραῖος
βόρυες
Βορυσθενείτης
Βορυσθένης
βόσις
βόσκημα
View word page
βορβορώδης
βορβορώδης εἶδος muddy, miry, Plat.
ShortDef
muddy, miry
Debugging
Headword:
βορβορώδης
Headword (normalized):
βορβορώδης
Headword (normalized/stripped):
βορβορωδης
IDX:
6423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6427
Key:
borborw/dhs
Data
{'content': 'βορβορώδης\n εἶδος\n muddy, miry, Plat.', 'key': 'borborw/dhs'}