Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βομβέω
βομβήεις
βομβητής
βόμβος
βομβυλιός
βοοσφαγία
βορά
βορβορόθυμος
Βορβοροκοίτης
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορώδης
Βορέας
βόρειος
Βορηϊάς
βορός
Βορραῖος
βόρυες
Βορυσθενείτης
Βορυσθένης
βόσις
View word page
βορβοροτάραξις
βορβοροτάραξις ταράσσω a mud-stirrer, mudlark, Ar.

ShortDef

a mud-stirrer, mudlark

Debugging

Headword:
βορβοροτάραξις
Headword (normalized):
βορβοροτάραξις
Headword (normalized/stripped):
βορβοροταραξις
IDX:
6422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6426
Key:
borborota/racis

Data

{'content': 'βορβοροτάραξις\n ταράσσω\n a mud-stirrer, mudlark, Ar.', 'key': 'borborota/racis'}