Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βομβαύλιος
βομβέω
βομβήεις
βομβητής
βόμβος
βομβυλιός
βοοσφαγία
βορά
βορβορόθυμος
Βορβοροκοίτης
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορώδης
Βορέας
βόρειος
Βορηϊάς
βορός
Βορραῖος
βόρυες
Βορυσθενείτης
Βορυσθένης
View word page
βόρβορος
βόρβορος mud, mire, Lat. coenum, Aesch., Ar., etc.
ShortDef
mud, mire
Debugging
Headword:
βόρβορος
Headword (normalized):
βόρβορος
Headword (normalized/stripped):
βορβορος
IDX:
6421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6425
Key:
bo/rboros
Data
{'content': 'βόρβορος\n mud, mire, Lat. coenum, Aesch., Ar., etc.', 'key': 'bo/rboros'}