Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βόλιτον
βολοκτυπίη
βόλος
βομβαύλιος
βομβέω
βομβήεις
βομβητής
βόμβος
βομβυλιός
βοοσφαγία
βορά
βορβορόθυμος
Βορβοροκοίτης
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορώδης
Βορέας
βόρειος
Βορηϊάς
βορός
Βορραῖος
View word page
βορά
βορά v. βιβρώσκω eatage, meat, properly of carnivorous beasts, Trag.; of cannibal-like feast, Hdt., Trag.:—rarely of simple food, Aesch., Soph.

ShortDef

eatage, meat

Debugging

Headword:
βορά
Headword (normalized):
βορά
Headword (normalized/stripped):
βορα
IDX:
6418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6422
Key:
bora/

Data

{'content': 'βορά\n v. βιβρώσκω\n eatage, meat, properly of carnivorous beasts, Trag.; of cannibal-like feast, Hdt., Trag.:—rarely of simple food, Aesch., Soph.', 'key': 'bora/'}