Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βολίς
βολίτινος
βόλιτον
βολοκτυπίη
βόλος
βομβαύλιος
βομβέω
βομβήεις
βομβητής
βόμβος
βομβυλιός
βοοσφαγία
βορά
βορβορόθυμος
Βορβοροκοίτης
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορώδης
Βορέας
βόρειος
Βορηϊάς
View word page
βομβυλιός
βομβυλιός from βόμβος an insect that hums or buzzes, a bumble-bee, Ar.

ShortDef

buzzing insect: bumblebee, gnat, mosquito

Debugging

Headword:
βομβυλιός
Headword (normalized):
βομβυλιός
Headword (normalized/stripped):
βομβυλιος
IDX:
6416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6420
Key:
bombulio/s

Data

{'content': 'βομβυλιός\n from βόμβος\n an insect that hums or buzzes, a bumble-bee, Ar.', 'key': 'bombulio/s'}