Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βολίζω
βολίς
βολίτινος
βόλιτον
βολοκτυπίη
βόλος
βομβαύλιος
βομβέω
βομβήεις
βομβητής
βόμβος
βομβυλιός
βοοσφαγία
βορά
βορβορόθυμος
Βορβοροκοίτης
βόρβορος
βορβοροτάραξις
βορβορώδης
Βορέας
βόρειος
View word page
βόμβος
βόμβος Formed from the sound. a booming, humming, Plat.
ShortDef
a booming, humming
Debugging
Headword:
βόμβος
Headword (normalized):
βόμβος
Headword (normalized/stripped):
βομβος
IDX:
6415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6419
Key:
bo/mbos
Data
{'content': 'βόμβος\n Formed from the sound.\n a booming, humming, Plat.', 'key': 'bo/mbos'}