Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βοιωτός
βολαῖος
βόλβα
βολβός
βολή
βολίζω
βολίς
βολίτινος
βόλιτον
βολοκτυπίη
βόλος
βομβαύλιος
βομβέω
βομβήεις
βομβητής
βόμβος
βομβυλιός
βοοσφαγία
βορά
βορβορόθυμος
Βορβοροκοίτης
View word page
βόλος
βόλος βάλλω a throw with a casting-net, a cast, Orac. ap. Hdt., Theocr.: metaph., εἰς βόλον καθίστασθαι to fall within the cast of the net, Eur. the thing caught, a draft of fish, Aesch., Eur.

ShortDef

a throw with a casting-net, a cast

Debugging

Headword:
βόλος
Headword (normalized):
βόλος
Headword (normalized/stripped):
βολος
IDX:
6410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6414
Key:
bo/los

Data

{'content': 'βόλος\n βάλλω\n a throw with a casting-net, a cast, Orac. ap. Hdt., Theocr.: metaph., εἰς βόλον καθίστασθαι to fall within the cast of the net, Eur.\n the thing caught, a draft of fish, Aesch., Eur.', 'key': 'bo/los'}