Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄθηρος
ἀθήρ
ἀθιγής
ἄθικτος
ἀθλεύω
ἀθλέω
ἄθλημα
ἄθλησις
ἀθλητής
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοσύνη
ἀθλοφόρος
ἄθολος
ἀθόλωτος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
ἄθραυστος
View word page
ἀθλιότης
ἀθλιότης from ἄθλιος suffering, wretchedness, Plat., etc.

ShortDef

suffering, wretchedness

Debugging

Headword:
ἀθλιότης
Headword (normalized):
ἀθλιότης
Headword (normalized/stripped):
αθλιοτης
IDX:
641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n641
Key:
a)qlio/ths

Data

{'content': 'ἀθλιότης\n from ἄθλιος\n suffering, wretchedness, Plat., etc.', 'key': 'a)qlio/ths'}