Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Βοιωτιάζω
Βοιωτία
Βοιωτίδιον
Βοιώτιος
Βοιωτιουργής
Βοιωτός
βολαῖος
βόλβα
βολβός
βολή
βολίζω
βολίς
βολίτινος
βόλιτον
βολοκτυπίη
βόλος
βομβαύλιος
βομβέω
βομβήεις
βομβητής
βόμβος
View word page
βολίζω
βολίζω From βολίς to heave the lead, take soundings, NTest.
ShortDef
to heave the lead, take soundings
Debugging
Headword:
βολίζω
Headword (normalized):
βολίζω
Headword (normalized/stripped):
βολιζω
IDX:
6405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6409
Key:
boli/zw
Data
{'content': 'βολίζω\n From βολίς\n to heave the lead, take soundings, NTest.', 'key': 'boli/zw'}