Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βοιωταρχία
Βοιωτιάζω
Βοιωτία
Βοιωτίδιον
Βοιώτιος
Βοιωτιουργής
Βοιωτός
βολαῖος
βόλβα
βολβός
βολή
βολίζω
βολίς
βολίτινος
βόλιτον
βολοκτυπίη
βόλος
βομβαύλιος
βομβέω
βομβήεις
βομβητής
View word page
βολή
βολή βάλλω a throw, the stroke or wound of a missile, opp. to πληγή (stroke of sword or pike), Od., Eur., Thuc.: βολαῖς σφόγγος ὤλεσεν γραφήν by its stroke or touch, Aesch. metaph., like βέλος, a glance from the eyes, Od. βολαὶ κεραύνιοι thunder- bolts, Aesch.; βολαὶ ἡλίου sun- beams, Soph.; βολὴ χιόνος a snow- shower, Eur.

ShortDef

a throw, the stroke

Debugging

Headword:
βολή
Headword (normalized):
βολή
Headword (normalized/stripped):
βολη
IDX:
6404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6408
Key:
bolh/

Data

{'content': 'βολή\n βάλλω\n a throw, the stroke or wound of a missile, opp. to πληγή (stroke of sword or pike), Od., Eur., Thuc.: βολαῖς σφόγγος ὤλεσεν γραφήν by its stroke or touch, Aesch.\n metaph., like βέλος, a glance from the eyes, Od.\n βολαὶ κεραύνιοι thunder- bolts, Aesch.; βολαὶ ἡλίου sun- beams, Soph.; βολὴ χιόνος a snow- shower, Eur.', 'key': 'bolh/'}