Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βοῖ
Βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιωτιάζω
Βοιωτία
Βοιωτίδιον
Βοιώτιος
Βοιωτιουργής
Βοιωτός
βολαῖος
βόλβα
βολβός
βολή
βολίζω
βολίς
βολίτινος
βόλιτον
βολοκτυπίη
βόλος
βομβαύλιος
View word page
βολαῖος
βολαῖος βολή violent, Trag. ap. Plut.

ShortDef

violent

Debugging

Headword:
βολαῖος
Headword (normalized):
βολαῖος
Headword (normalized/stripped):
βολαιος
IDX:
6401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6405
Key:
bolai=os

Data

{'content': 'βολαῖος\n βολή\n violent, Trag. ap. Plut.', 'key': 'bolai=os'}