Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
βοιδάριον
βοίδιον
βοῖ
Βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιωτιάζω
Βοιωτία
Βοιωτίδιον
Βοιώτιος
Βοιωτιουργής
Βοιωτός
βολαῖος
View word page
βοῖ
βοῖ like αἰβοῖ, exclam. of disgust, Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοῖ
Headword (normalized):
βοῖ
Headword (normalized/stripped):
βοι
IDX:
6391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6395
Key:
boi=

Data

{'content': 'βοῖ\n like αἰβοῖ, exclam. of disgust, Ar.', 'key': 'boi='}