Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
βοιδάριον
βοίδιον
βοῖ
Βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιωτιάζω
Βοιωτία
Βοιωτίδιον
Βοιώτιος
Βοιωτιουργής
Βοιωτός
View word page
βοίδιον
βοίδιον Dim. of βοῦς, Ar.

ShortDef

dim. of βοῦς, little cow, ox

Debugging

Headword:
βοίδιον
Headword (normalized):
βοίδιον
Headword (normalized/stripped):
βοιδιον
IDX:
6390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6394
Key:
boi/dion

Data

{'content': 'βοίδιον\n Dim. of βοῦς, Ar.', 'key': 'boi/dion'}