Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
βοιδάριον
βοίδιον
βοῖ
Βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιωτιάζω
Βοιωτία
Βοιωτίδιον
Βοιώτιος
Βοιωτιουργής
View word page
βοιδάριον
βοιδάριον Dim. of βοῦς, Ar.
ShortDef
dim. of βοῦς, cow
Debugging
Headword:
βοιδάριον
Headword (normalized):
βοιδάριον
Headword (normalized/stripped):
βοιδαριον
IDX:
6389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6393
Key:
boida/rion
Data
{'content': 'βοιδάριον\n Dim. of βοῦς, Ar.', 'key': 'boida/rion'}