Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλάτης
βοηλατικός
βοηνόμος
βοή
βοητής
βοητύς
βόθρος
βόθυνος
βοιδάριον
βοίδιον
βοῖ
Βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιωτιάζω
Βοιωτία
Βοιωτίδιον
Βοιώτιος
View word page
βόθυνος
βόθυνος = βόθρος, Xen.

ShortDef

hole, trench

Debugging

Headword:
βόθυνος
Headword (normalized):
βόθυνος
Headword (normalized/stripped):
βοθυνος
IDX:
6388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6392
Key:
bo/qunos

Data

{'content': 'βόθυνος\n = βόθρος, Xen.', 'key': 'bo/qunos'}